ἀτμολέβης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀτμολέβης | οἱ | ἀτμολέβητες | ||||
γενική | τοῦ | ἀτμολέβητος | τῶν | ἀτμολεβήτων | ||||
δοτική | τῷ | ἀτμολέβητι | τοῖς | ἀτμολέβησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀτμολέβητα | τοὺς | ἀτμολέβητας | ||||
κλητική ὦ! | ἀτμολέβης | ἀτμολέβητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀτμολέβης < ἀτμο- + αρχαία ελληνική λέβης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀτμολέβης αρσενικό