ἀρχιεπίσκοπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀρχιεπίσκοπος | οἱ | ἀρχιεπίσκοποι | ||||
γενική | τοῦ | ἀρχιεπισκόπου | τῶν | ἀρχιεπισκόπων | ||||
δοτική | τῷ | ἀρχιεπισκόπῳ | τοῖς | ἀρχιεπισκόποις | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀρχιεπίσκοπον | τοὺς | ἀρχιεπισκόπους | ||||
κλητική ὦ! | ἀρχιεπίσκοπε | ἀρχιεπίσκοποι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχιεπισκόπω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχιεπισκόποιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρχιεπίσκοπος (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρχιεπίσκοπος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) αρχιεπίσκοπος
- ※ 4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Narratio de cruce seu imagine Berytensi, @catholiclibrary.org
- Πολλαῖς οὖν εὐφημίαις δοξάσαντες τὸν Θεὸν, τήν τε εἰκόνα τῷ ἀρχιεπισκόπῳ δείξαντες, καὶ ἀπαγγείλαντες ἃ ἐποίησαν τὴν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα, τό τε αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ ἐμήνυον, καὶ τὸ πῶς ἐξελήλυθεν ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τῆς εἰκόνος, τῶν τε ἀπείρων θαυμάτων τὰ γεγονότα.
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Επιφάνιος Κωνσταντίας ή Σαλαμίνας, Πανάριον, 3.152, @catholiclibrary.org
- ὅσαι γὰρ ἐκκλησίαι τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ὑπὸ ἕνα ἀρχιεπίσκοπον τυγχάνουσιν οὖσαι καὶ κατ' ἰδίαν ταύταις ἐπιτεταγμένοι εἰσὶ πρεσβύτεροι, διὰ τὰς ἐκκλησιαστικὰς χρείας τῶν οἰκητόρων πλησίον ἑκάστης ἐκκλησίας * αὐτῶν, τῶν καὶ ἀμφόδων ἤτοι λαυρῶν ἐπιχωρίως καλουμένων ὑπὸ τῶν τὴν Ἀλεξανδρέων κατοικούντων πόλιν.
- ※ 4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Narratio de cruce seu imagine Berytensi, @catholiclibrary.org
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀρχιεπισκοπή
- → και δείτε τη λέξη ἐπίσκοπος
Πηγές
επεξεργασία- ἀρχιεπίσκοπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.