Δείτε επίσης: απεψία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπεψία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπεψία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπεψία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπεψί αἱ ἀπεψίαι
      γενική τῆς ἀπεψίᾱς τῶν ἀπεψιῶν
      δοτική τῇ ἀπεψί ταῖς ἀπεψίαις
    αιτιατική τὴν ἀπεψίᾱν τὰς ἀπεψίᾱς
     κλητική ! ἀπεψί ἀπεψίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπεψί
γεν-δοτ τοῖν  ἀπεψίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀπεψία < ἄπεπτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀπεψία, -ας θηλυκό

  • (ιατρική) δυσπεψία
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων νοσιμάτων, De diaeta acutorum (spurium), 18, @scaife.perseus
    Αἴγεια δὲ κρέα, ὅσα τε βοείοισιν ἔνι κακὰ, πάντα ἔχει, τήν τε ἀπεψίην, καὶ φυσωδέστερα καὶ ἐρευγματώδεα, καὶ χολέρης γεννητικά·
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ ἀφροδίσια, 4.12 @scaife.perseus
    ἁλμυρώτεροι οὖν ἢ οἱ τῶν παίδων ἱδρῶτες καὶ δυσωδέστεροι διὰ τὴν ἀπεψίαν· καὶ ἐὰν τύχῃ τοιαύτη ἡ φύσις οὖσα ὥστε δυσώδη ἔχειν τὴν ὑπόστασιν τοῦ ἱδρῶτος, τούτοις μᾶλλον ἐπισημαίνει καὶ ἐν τοῖς τόποις τούτοις μάλισται οἷον μασχάλη, ἐν ᾧ μάλιστα καὶ τοῖς ἄλλοις.
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 1.20 @scaife.perseus
    ὥσπερ οὖν ἐν ταῖς κοιλίαις διὰ τὴν ἀπεψίαν γίνεται διάρροια, οὕτως ἐν ταῖς φλεψὶν αἵ τ’ ἄλλαι αἱμορροΐδες καὶ αἱ τῶν καταμηνίων·
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά Ὑγιεινὰ παραγγέλματα, Section 18, 131f @scaife.perseus
    μάλιστα δὲ τὰς ἀπὸ κρεῶν φοβητέον ἀπεψίας· καὶ γὰρ εὐθὺς σφόδρα καὶ βαρύνουσι, καὶ λείψανον εἰσαῦθις πονηρὸν ἀπʼ αὐτῶν παραμένει. καὶ κράτιστον μὲν ἐθίσαι τὸ σῶμα μηδεμιᾶς προσδεῖσθαι σαρκοφαγίας· πολλὰ γὰρ οὐ μόνον πρὸς διατροφὴν ἄφθονα ἀλλὰ καὶ πρὸς εὐπάθειαν καὶ ἀπόλαυσιν ἀναδίδωσιν ἡ γῆ,

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία