Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀμπελουργεῖον τὰ ἀμπελουργεῖ
      γενική τοῦ ἀμπελουργείου τῶν ἀμπελουργείων
      δοτική τῷ ἀμπελουργεί τοῖς ἀμπελουργείοις
    αιτιατική τὸ ἀμπελουργεῖον τὰ ἀμπελουργεῖ
     κλητική ! ἀμπελουργεῖον ἀμπελουργεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμπελουργείω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμπελουργείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμπελουργεῖον < ἀμπελουργ(ός) + -εῖον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀμπελουργεῖον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία