ἀζυμοφαγία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀζυμοφαγίᾱ | αἱ | ἀζυμοφαγίαι |
γενική | τῆς | ἀζυμοφαγίᾱς | τῶν | ἀζυμοφαγιῶν |
δοτική | τῇ | ἀζυμοφαγίᾳ | ταῖς | ἀζυμοφαγίαις |
αιτιατική | τὴν | ἀζυμοφαγίᾱν | τὰς | ἀζυμοφαγίᾱς |
κλητική ὦ! | ἀζυμοφαγίᾱ | ἀζυμοφαγίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀζυμοφαγίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀζυμοφαγίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀζυμοφαγία θηλυκό