ωτο-

(Ανακατεύθυνση από ωτό-)
Δείτε επίσης: ὠτο-

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ωτο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὠτo- < οὖς, ὠτ- (αυτί) + -ο-

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

ωτο-, ωτό- ή ωτ- σε παλιές συνθέσεις, πριν από φωνήεν

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία