ωτοτοξικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ωτοτοξικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωτοτοξικότητα ουδέτερο
- διαταραχή της ακοής, που προκαλείται από τις τοξικές παρενέργειες ορισμένων φαρμάκων, όπως οι αμινογλυκοσίδες και η κινίνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ωτοτοξικότητα
|