Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψυχοθεραπευτής οι ψυχοθεραπευτές
      γενική του ψυχοθεραπευτή των ψυχοθεραπευτών
    αιτιατική τον ψυχοθεραπευτή τους ψυχοθεραπευτές
     κλητική ψυχοθεραπευτή ψυχοθεραπευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοθεραπευτής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Ρsychotherapeut < αρχαία ελληνική ψυχή + θεραπευτής. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε ψυχο- + θεραπευτής
Κατά τον Κουμανούδη μαρτυρείται από το 1894, ενώ το θηλυκό ψυχοθεραπεύτρια, το 1892.[2].

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχοθεραπευτής αρσενικό (θηλυκό ψυχοθεραπεύτρια) [3]

  1. (επάγγελμα) γιατρός που έχει ειδικευτεί στην ψυχοθεραπεία
  2. (επάγγελμα) θεραπευτής των ψυχωτικών και νευρωτικών καταστάσεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ψυχοθεραπευτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σελ. 1139, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  3. ψυχοθεραπευτήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)