Ρsychotherapeut
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ρsychotherapeut < Psycho- < αρχαία ελληνική ψυχή + Therapeut < αρχαία ελληνική θεραπευτής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΡsychotherapeut (de) αρσενικό (θηλυκό Psychotherapeutin)
Πηγές
επεξεργασία- Ρsychotherapeut - Duden online.