Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψοφολόγημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψοφολόγημα
τα
ψοφολογήμα
τ
α
γενική
του
ψοφολογήμα
τ
ος
των
ψοφολογημά
τ
ων
αιτιατική
το
ψοφολόγημα
τα
ψοφολογήμα
τ
α
κλητική
ψοφολόγημα
ψοφολογήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψοφολόγημα
<
ψοφολογώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψοφολόγημα
ουδέτερο
το να
ψοφολογά
κάποιος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ψοφολογώ
,
ψόφος
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψοφολόγημα