ψηλάφιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψηλάφιση | οι | ψηλαφίσεις |
γενική | της | ψηλάφισης* | των | ψηλαφίσεων |
αιτιατική | την | ψηλάφιση | τις | ψηλαφίσεις |
κλητική | ψηλάφιση | ψηλαφίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηλαφίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψηλάφιση ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψηλάφιση
|