↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψευδοπάτωρ οἱ ψευδοπάτορες
      γενική τοῦ ψευδοπάτορος τῶν ψευδοπατόρων
      δοτική τῷ ψευδοπάτορ τοῖς ψευδοπάτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ψευδοπάτορ τοὺς ψευδοπάτορᾰς
     κλητική ! ψευδοπάτορ ψευδοπάτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψευδοπάτορε
γεν-δοτ τοῖν  ψευδοπατόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδοπάτωρ < ψευδής + πατήρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδοπάτωρ αρσενικό

  • ο θετός πατέρας, ο πατριός, ο μη βιολογικός πατέρας