Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψευδοκράτος τα ψευδοκράτη
      γενική του ψευδοκράτους των ψευδοκρατών
    αιτιατική το ψευδοκράτος τα ψευδοκράτη
     κλητική ψευδοκράτος ψευδοκράτη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδοκράτος < ψευδο- + κράτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pse.vðoˈkɾa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευ‐δο‐κρά‐τος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδοκράτος ουδέτερο

  • απαξιωτικός χαρακτηρισμός για πολιτική οντότητα που αυτοπροσδιορίζεται ως κράτος αλλά δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένη
    το ψευδοκράτος της Βόρειας Κύπρου

  Μεταφράσεις επεξεργασία