ψευδοκλασικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδοκλασικισμός < ψευδο- + κλασικισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψευδοκλασικισμός αρσενικό
- η κακή, ανούσια και επιφανειακή μίμηση του κλασικισμού ή των έργων της κλασικής αρχαιότητας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ψευδής, κλασικισμός και κλασικός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδοκλασικισμός
|