ψεματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψεματάκι | τα | ψεματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ψεματάκι | τα | ψεματάκια |
κλητική | ψεματάκι | ψεματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψεματάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) άδολο, ανώδυνο ή ασήμαντο ψέμα