Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαλμωδός οι ψαλμωδοί
      γενική του ψαλμωδού των ψαλμωδών
    αιτιατική τον ψαλμωδό τους ψαλμωδούς
     κλητική ψαλμωδέ ψαλμωδοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαλμωδός < ψαλμῳδός από τις λέξεις ψαλμός και ἀείδω-ᾄδω.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαλμωδός αρσενικό

  1. Αυτός που ψάλλει εκκλησιαστικούς ύμνους.
  2. Αυτός που τους συνθέτει.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία