ψαλμωδός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψαλμωδός | οι | ψαλμωδοί |
γενική | του | ψαλμωδού | των | ψαλμωδών |
αιτιατική | τον | ψαλμωδό | τους | ψαλμωδούς |
κλητική | ψαλμωδέ | ψαλμωδοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψαλμωδός αρσενικό
- Αυτός που ψάλλει εκκλησιαστικούς ύμνους.
- Αυτός που τους συνθέτει.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαλμωδός
|