ψαλμωδώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψαλμωδώ < από το ρήμα της μεταγενέστερης ελληνικής ψαλμωδέομαι < από τις λέξεις ψαλμός και ἀείδω-ᾄδω
Ρήμα επεξεργασία
ψαλμωδώ
- Ψάλλω εκκλησιαστικούς ύμνους.
- Τους συνθέτω.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαλμωδώ