χῦμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χῦμᾰ | τὰ | χύμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | χύμᾰτος | τῶν | χυμᾰ́των |
δοτική | τῷ | χύμᾰτῐ | τοῖς | χύμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | χῦμᾰ | τὰ | χύμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | χῦμᾰ | χύμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χύμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χυμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχῦμα ουδέτερο
- άλλη γραφή του χύμα σε κώδικες