χύλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χύλωση | οι | χυλώσεις |
γενική | της | χύλωσης* | των | χυλώσεων |
αιτιατική | τη | χύλωση | τις | χυλώσεις |
κλητική | χύλωση | χυλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χύλωση < ελληνιστική κοινή χύλωσις[1] < αρχαία ελληνική χυλόω < χυλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχύλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χυλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία χύλωση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χύλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.