↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χόντρεμα τα χοντρέματα
      γενική του χοντρέματος των χοντρεμάτων
    αιτιατική το χόντρεμα τα χοντρέματα
     κλητική χόντρεμα χοντρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χόντρεμα < χοντραίνω + -εμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χόντρεμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία