χωσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χωσιά | οι | χωσιές |
γενική | της | χωσιάς | των | χωσιών |
αιτιατική | τη | χωσιά | τις | χωσιές |
κλητική | χωσιά | χωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χωσιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωσιά θηλυκό