χωριατάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χωριατάκι | τα | χωριατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χωριατάκι | τα | χωριατάκια |
κλητική | χωριατάκι | χωριατάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χωριατάκι < χωριάτης + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χωριατάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του χωριάτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χωριατάκι
|