χυλοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χυλοποίηση | οι | χυλοποιήσεις |
γενική | της | χυλοποίησης* | των | χυλοποιήσεων |
αιτιατική | τη | χυλοποίηση | τις | χυλοποιήσεις |
κλητική | χυλοποίηση | χυλοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυλοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χυλοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χυλοποιώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
χυλοποίηση
|