χταποδάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χταποδάκι | τα | χταποδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χταποδάκι | τα | χταποδάκια |
κλητική | χταποδάκι | χταποδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χταποδάκι < χταπόδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χταποδάκι ουδέτερο
- μικρό χταπόδι
- (χαϊδευτικά) μια μερίδα από χταπόδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χταποδάκι
|