Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρώση οι χρώσεις
      γενική της χρώσης* των χρώσεων
    αιτιατική τη χρώση τις χρώσεις
     κλητική χρώση χρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρώσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρώση < αρχαία ελληνική χρῶσις < χρώννυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρώση θηλυκό

  1. βαφή το να βάψει κάποιος κάτι
  2. (ιατρ) η επεξεργασία ιστού με αποτέλεσμα τη επίτευξη χρωματικής διαφοροποίησης για την διάκριση δομών (συνηθέστερα κυττάρων)

  Μεταφράσεις επεξεργασία