χρώση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρώση | οι | χρώσεις |
γενική | της | χρώσης* | των | χρώσεων |
αιτιατική | τη | χρώση | τις | χρώσεις |
κλητική | χρώση | χρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρώση < αρχαία ελληνική χρῶσις < χρώννυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρώση θηλυκό
- βαφή το να βάψει κάποιος κάτι
- (ιατρ) η επεξεργασία ιστού με αποτέλεσμα τη επίτευξη χρωματικής διαφοροποίησης για την διάκριση δομών (συνηθέστερα κυττάρων)
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρώση