Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσοχοείο τα χρυσοχοεία
      γενική του χρυσοχοείου των χρυσοχοείων
    αιτιατική το χρυσοχοείο τα χρυσοχοεία
     κλητική χρυσοχοείο χρυσοχοεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσοχοείο < χρυσοχόος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσοχοείο ουδέτερο

  • ο χώρος εργασίας, το εργαστήριο του χρυσοχόου

  Μεταφράσεις επεξεργασία