χρονογράφημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρονογράφημα < χρονογραφώ + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρονογράφημα ουδέτερο
- (λογοτεχνία) δημοσιογραφικό κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, που σχολιάζει με εύθυμο τρόπο και παιγνιώδη, ειρωνική διάθεση, ποικίλα κοινωνικά, πολιτιστικά ή πολιτικά θέματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρονογράφημα
|