Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρονογραφώ < ελληνιστική κοινή χρονογραφέω / χρονογραφῶ[1] < χρονογράφος < αρχαία ελληνική χρόνος + γράφω

  Ρήμα επεξεργασία

χρονογραφώ

  1. γράφω χρονογραφία
  2. γράφω χρονογράφημα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία