χρησμοσύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χρησμοσύνη | αἱ | χρησμοσύναι |
γενική | τῆς | χρησμοσύνης | τῶν | χρησμοσυνῶν |
δοτική | τῇ | χρησμοσύνῃ | ταῖς | χρησμοσύναις |
αιτιατική | τὴν | χρησμοσύνην | τὰς | χρησμοσύνᾱς |
κλητική ὦ! | χρησμοσύνη | χρησμοσύναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρησμοσύνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χρησμοσύναιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχρησμοσύνη < χράομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρησμοσύνη, -ης θηλυκό
- παράκληση με φορτικό τρόπο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 33.5
- Σπαρτιῆται δὲ πρῶτα μὲν ἀκούσαντες δεινὰ ἐποιεῦντο καὶ μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης τὸ παράπαν, τέλος δέ δείματος μεγάλου ἐπικρεμαμένου τοῦ Περσικοῦ τούτου στρατεύματος, καταίνεον μετιόντες.
- Κι όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι Σπαρτιάτες, στην αρχή αγανάχτησαν και σταμάτησαν να τον εκλιπαρούν, στο τέλος όμως, καθώς κρεμόταν πάνω απ᾽ τα κεφάλια τους φοβερή απειλή απ᾽ αυτή την περσική εκστρατεία, έδωσαν τόπο στην οργή τους και δέχτηκαν τους όρους του.
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Σπαρτιῆται δὲ πρῶτα μὲν ἀκούσαντες δεινὰ ἐποιεῦντο καὶ μετίεσαν τῆς χρησμοσύνης τὸ παράπαν, τέλος δέ δείματος μεγάλου ἐπικρεμαμένου τοῦ Περσικοῦ τούτου στρατεύματος, καταίνεον μετιόντες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 33.5
- χρεία, ανάγκη , ένδεια
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.473, @scaife.perseus
- χρησμοσύνη τρύχεσκεν· ἐπʼ ἤματι δʼ ἦμαρ ὀρώρει
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.473, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- χρησμοσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρησμοσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.