χρέωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρέωμα | τα | χρεώματα |
γενική | του | χρεώματος | των | χρεωμάτων |
αιτιατική | το | χρέωμα | τα | χρεώματα |
κλητική | χρέωμα | χρεώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρέωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρεώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χρέωμα
|