χοχλίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χοχλίδι | τα | χοχλίδια |
γενική | του | χοχλιδιού | των | χοχλιδιών |
αιτιατική | το | χοχλίδι | τα | χοχλίδια |
κλητική | χοχλίδι | χοχλίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χοχλίδι < (ελληνιστική κοινή) κοχλίδιον < αρχαία ελληνική κόχλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
χοχλίδι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κοχλίδι