↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χορδιστής οι χορδιστές
      γενική του χορδιστή των χορδιστών
    αιτιατική τον χορδιστή τους χορδιστές
     κλητική χορδιστή χορδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χορδιστής < (χορδίζω) χορδισ- + -τής[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xoɾ.ðiˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χορ‐δι‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χορδιστής αρσενικό (θηλυκό χορδίστρια)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία