Ετυμολογία

επεξεργασία
χορδίζω < χορδή + -ίζω

χορδίζω

  1. άλλη μορφή του κουρδίζω
  2. χορδοθετώ, τοποθετώ χορδές σε έγχορδα μουσικά όργανα
  3. (σπάνιο) κιθαρίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία