χονδρομεταμόσχευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χονδρομεταμόσχευση | οι | χονδρομεταμοσχεύσεις |
γενική | της | χονδρομεταμόσχευσης* | των | χονδρομεταμοσχεύσεων |
αιτιατική | τη | χονδρομεταμόσχευση | τις | χονδρομεταμοσχεύσεις |
κλητική | χονδρομεταμόσχευση | χονδρομεταμοσχεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χονδρομεταμοσχεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χονδρομεταμόσχευση < χονδρο- + μεταμόσχευση
Ουσιαστικό επεξεργασία
χονδρομεταμόσχευση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
χονδρομεταμόσχευση
|