χονδρομεταμόσχευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χονδρομεταμόσχευση | οι | χονδρομεταμοσχεύσεις |
γενική | της | χονδρομεταμόσχευσης* | των | χονδρομεταμοσχεύσεων |
αιτιατική | τη | χονδρομεταμόσχευση | τις | χονδρομεταμοσχεύσεις |
κλητική | χονδρομεταμόσχευση | χονδρομεταμοσχεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χονδρομεταμοσχεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χονδρομεταμόσχευση < χονδρο- + μεταμόσχευση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχονδρομεταμόσχευση θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση που πραγματοποιείται για την αποκατάσταση ή αντικατάσταση του κατεστραμμένου χόνδρου στις αρθρώσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία χονδρομεταμόσχευση
|