Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονο- < χιόν(ι) + -ο- [1]
για λόγιες λέξεις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χιονο- < χιών
για σύγχρονους, επιστημονικούς όρους < μεταφραστικό δάνειο από σύνθετους όρους από γλώσσες όπως τα αγγλικά, τα γερμανικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ço.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο-

  Πρόθημα επεξεργασία

χιονο- ή χιονό- και χιον-

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • χιονό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος στη σύνθεση)
  • χιον- (όταν ακολουθεί φωνήεν)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χιονο-

  Πρόθημα επεξεργασία

χιονο-

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιονο- < ἡ χιών, τῆς χιόν(ος) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

χῐονο- ή χιονό- και χιον-

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • χιονό- (όταν αναβιβάζεται ο τόνος στη σύνθεση)
  • χιον- (όταν ακολουθεί φωνήεν)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη χιών

Σύνθετα επεξεργασία