χιονομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χιονομετρία | ||
γενική | της | χιονομετρίας | ||
αιτιατική | τη | χιονομετρία | ||
κλητική | χιονομετρία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ço.no.meˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
χιονομετρία θηλυκό, μόνο στον ενικό[1]
- (μετεωρολογία) η μέτρηση της ποσότητας του χιονιού που πέφτει σε συγκεκριμένη περιοχή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χιονομετρία
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)