χιλιοδευτερόλεπτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιλιοδευτερόλεπτο | τα | χιλιοδευτερόλεπτα |
γενική | του | χιλιοδευτερόλεπτου & χιλιοδευτερολέπτου |
των | χιλιοδευτερόλεπτων & χιλιοδευτερολέπτων |
αιτιατική | το | χιλιοδευτερόλεπτο | τα | χιλιοδευτερόλεπτα |
κλητική | χιλιοδευτερόλεπτο | χιλιοδευτερόλεπτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαχιλιοδευτερόλεπτο < χιλιο- + δευτερόλεπτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχιλιοδευτερόλεπτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χιλιοδευτερόλεπτο