• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

χηνάρι

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χηνάρι τα χηνάρια
      γενική του χηναριού των χηναριών
    αιτιατική το χηνάρι τα χηνάρια
     κλητική χηνάρι χηνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χηνάρι < μεσαιωνική ελληνική χηνάρι < ελληνιστική κοινή χηνάριον < αρχαία ελληνική χήν < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰh₂éns (χήνα)

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

χηνάρι ουδέτερο

  • (πτηνό) μικρή χήνα

Συνώνυμα Επεξεργασία

  • χηνάκι

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    χηνάρι
  • → δείτε τη λέξη χηνάκι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=χηνάρι&oldid=5630550"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 07:26

Γλώσσες

    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Νοεμβρίου 2022, στις 07:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie