Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χερτζ < άμεσο δάνειο από διεθνείς όρους hertz < γερμανική Hertz ή διαμέσου της αγγλικής hertz

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χερτζ ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «χερτζ», «Hz» από αναζήτηση «hertz» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.