Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χεράκλα οι χεράκλες
      γενική της χεράκλας
    αιτιατική τη χεράκλα τις χεράκλες
     κλητική χεράκλα χεράκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χεράκλα < χέρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -άκλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χεράκλα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.