χειρόπτερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χειρόπτερο | τα | χειρόπτερα |
γενική | του | χειρόπτερου & χειροπτέρου |
των | χειρόπτερων & χειροπτέρων |
αιτιατική | το | χειρόπτερο | τα | χειρόπτερα |
κλητική | χειρόπτερο | χειρόπτερα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειρόπτερο: ενικός αριθμός ουσιαστικού < πληθυντικός Χειρόπτερα (ταξινομικός όρος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çiˈɾo.pte.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρό‐πτε‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειρόπτερο ουδέτερο
- που ανήκει στην τάξη Χειρόπτερα
- ⮡ Η νυχτερίδα είναι χειρόπτερο θηλαστικό· ανήκει στην τάξη των Χειροπτέρων.
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και το κύριο όνομα Χειρόπτερα
που είναι χειρόπτερο