↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χειρόπτερο τα χειρόπτερα
      γενική του χειρόπτερου
χειροπτέρου
των χειρόπτερων
χειροπτέρων
    αιτιατική το χειρόπτερο τα χειρόπτερα
     κλητική χειρόπτερο χειρόπτερα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρόπτερο: ενικός αριθμός ουσιαστικού < πληθυντικός Χειρόπτερα (ταξινομικός όρος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çiˈɾo.pte.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρό‐πτε‐ρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειρόπτερο ουδέτερο

  • που ανήκει στην τάξη Χειρόπτερα
    ⮡  Η νυχτερίδα είναι χειρόπτερο θηλαστικό· ανήκει στην τάξη των Χειροπτέρων.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία