χειρόμυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χειρόμυλος, ή χερόμυλος αρσενικό
- ο μικρός μύλος άλεσης που χειρίζεται με το χέρι (χειροκίνητος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χειρόμυλος
|