χειροσφαίριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χειροσφαίριση | οι | χειροσφαιρίσεις |
γενική | της | χειροσφαίρισης* | των | χειροσφαιρίσεων |
αιτιατική | τη | χειροσφαίριση | τις | χειροσφαιρίσεις |
κλητική | χειροσφαίριση | χειροσφαιρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειροσφαιρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειροσφαίριση < (καθαρεύουσα) χειροσφαίρισις < χειρο- + αρχαία ελληνική σφαίρισις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xi.ɾoˈsfe.ɾi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειροσφαίριση θηλυκό
- (αθλητισμός) (λόγιο) το χάντμπολ
- η χειροσφαίριση έγινε ολυμπιακό άθλημα το 1972
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χειροσφαίριση
|