Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαυνότητα οι χαυνότητες
      γενική της χαυνότητας των χαυνοτήτων
    αιτιατική τη χαυνότητα τις χαυνότητες
     κλητική χαυνότητα χαυνότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαυνότητα < αρχαία ελληνική χαυνότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαυνότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία