χατιράκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χατιράκι | τα | χατιράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χατιράκι | τα | χατιράκια |
κλητική | χατιράκι | χατιράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χατιράκι < χατίρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
χατιράκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του χατίρι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χατίρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χατιράκι
|