Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χασισοφυτεία οι χασισοφυτείες
      γενική της χασισοφυτείας των χασισοφυτειών
    αιτιατική τη χασισοφυτεία τις χασισοφυτείες
     κλητική χασισοφυτεία χασισοφυτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
χασισοφυτεία στο Μαρόκο

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασισοφυτεία < χασίσι και φυτεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασισοφυτεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία