Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασαπόπαιδο τα χασαπόπαιδα
      γενική του χασαπόπαιδου των χασαπόπαιδων
    αιτιατική το χασαπόπαιδο τα χασαπόπαιδα
     κλητική χασαπόπαιδο χασαπόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

χασαπόπαιδο < χασάπικο ή χασάπης και παιδί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χασαπόπαιδο ουδέτερο

  • ο βοηθός του χασάπη, που κάνει συνήθως θελήματα, πηγαίνει παραγγελίες, κουβαλάει κρέατα και συχνά τα κόβει

  Μεταφράσεις επεξεργασία