χαρτοπόλεμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χαρτοπόλεμος < χαρτο- + -πόλεμος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Ρapierkrieg [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χαρτοπόλεμος αρσενικό
- παιχνίδι κυρίως στις Αποκριές, με το πέταμα μικρών χρωματιστών χαρτιών (κονφετί)
- το ίδιο το κονφετί, τα μικρά χρωματιστά χαρτιά
- (μεταφορικά) το αποτέλεσμα της γραφειοκρατίας, όπου ο πολίτης παγιδεύεται σε μια σωρεία εγγράφων που απαιτείται να συγκεντρώσει για μια απλή ενέργεια.
- ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ δύο δημοσίων υπηρεσιών που προσπαθούν να απαλλαγούν από μια διαδικασία μεταθέτοντάς την η μία στην άλλη ή που προσπαθούν να μεταθέσουν ευθύνη ή απλά για να χρονοτριβήσουν
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χαρτοπόλεμος
Επεξεργασία
- ↑ «χαρτοπόλεμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.