Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η χαρτοκοπτική
      γενική της χαρτοκοπτικής
    αιτιατική τη χαρτοκοπτική
     κλητική χαρτοκοπτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτοκοπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χαρτοκοπτικός < χαρτοκόπτης [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτοκοπτική θηλυκό στον ενικό

  1. η δημιουργία σχεδίων από κομμάτια χρωματιστό χαρτί
  2. (μεταφορικά) κακή, ανακατεμένη διάτραξη αποσπασμάτων μέσα σε κείμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία