χαρτοκιβώτιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρτοκιβώτιο | τα | χαρτοκιβώτια |
γενική | του | χαρτοκιβώτιου & χαρτοκιβωτίου |
των | χαρτοκιβώτιων & χαρτοκιβωτίων |
αιτιατική | το | χαρτοκιβώτιο | τα | χαρτοκιβώτια |
κλητική | χαρτοκιβώτιο | χαρτοκιβώτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχαρτοκιβώτιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρτοκιβώτιο